-
1 προκαταλέγομαι
A to be described beforehand, Hdt.4.175: [tense] pf. part.- λελεγμένος Ath.3.119a
; but alsoἡ προκατειλεγμένη σύνταξις A.D.Conj.213.1
, cf. Heph.Astr.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταλέγομαι
См. также в других словарях:
προκαταλέγομαι — Α 1. περιγράφομαι εκ τών προτέρων («ἐούσης τῆς ἄλλης τῆς προκαταλεχθείσης Λιβύης ψιλῆς», Ηρόδ.) 2. προμνημονεύομαι («ἡ προκατειλεγμένη σύνταξις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλέγω (ΙΙ) «διηγούμαι, ιστορώ, καταγράφω»] … Dictionary of Greek